ἐρεμνόν

ἐρεμνόν
ἐρεμνός
murky
masc acc sg
ἐρεμνός
murky
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • ερεμνός — ἐρεμνός, ή, όν και ἐρεμναῑος, η, ον (Α) 1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός 2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» σκοτεινή φήμη (Σοφ.) 3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.) 4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”